- πέτηλα
- πέταλοςneut nom/voc/acc pl (ionic)πέτηλονleafneut nom/voc/acc plπέτηλοςoutspreadneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πετήλας — πετήλᾱς , πέταλος fem acc pl (ionic) πετήλᾱς , πέταλος fem gen sg (doric ionic aeolic) πετήλᾱς , πέτηλος outspread fem acc pl πετήλᾱς , πέτηλος outspread fem gen sg (doric aeolic) πετήλᾱς , πετήλη palm fem acc pl πετήλᾱς , πετήλη palm fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυνιόεις — κορυνιόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που μοιάζει με κορύνη, ροπαλοειδής («κορυνιόεντα πέτηλα», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. παρλλ. τ. τού κορωνιόεις] … Dictionary of Greek
κορωνιώ — κορωνιῶ, άω (Α) [κορωνίης] 1. κυρτώνομαι («κορωνιόωντα πέτηλα», Ησίοδ.) 2. (για άλογο) κάμπτω τον τράχηλο 3. (για πρόσ.) υπερηφανεύομαι, καμαρώνω («ἐκορωνία καὶ παρετρίβετο πρὸς τοὺς ἐπιφανεῑς ἄνδρας», Πολ.) … Dictionary of Greek